Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΑΙΝΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΟΥ ΟΛΟ ΚΟΒΕΤΑΙ… (καημένε Γιώργο, αν άλλαζες πλευρό, να δεις τ’ άλλο μισό του κόσμου):

1.   ΛΟΥΤΡΑ:

Απ’ το πιο κρύο δωμάτιο στον κρύο δρόμο.

Δεκέμβρη με τα καθαρά σ’ εφημερίδα.

Οι άλλοι να σε δυσκολεύουνε  με τις ομπρέλες.

Ιπτάμενα πένθη. Ιδιωτικοί ουρανοί.

Κατέβαινες κι οι σκάλες οπισθοχωρούσαν, πού να μετράς, το παλαμήδι ανάποδα. Οι φύλακες φευγάτοι. Μονάχα αυτός στα φλόγιστρα και στα κουπόνια, όλο με την αθλητική και το τρανζίστορ. 

Πλήρωνες κι έμπαινες κάτω απ’ το ντους.

Γύρω τραγούδια και νερά που τρέχαν.

Καιρός του Θεοδωράκη. Τα λαϊκά και τα δημώδη ήρθαν μετά.

2.   ΤΑΒΕΡΝΑ:

Πηγαίναμε για κρασί με ουρανίσκο όλο κέρματα, τάλιρα δεκάρικα της δυναστείας. Κατέβαινε δύσκολα η κουβέντα και πού φουρκέτα πού δαχτυλήθρα, να σπρώξεις το ποτήρι.

Καθένας και μια κάννη που έπινε και τραγουδούσε αμαρτία μου να ’χα κι εγώ, κάτι σκάγια ψιλά κάνανε κόσκινο τα μέσα, δεν σκότωναν τίποτε.

Μετά η τύψη ή Ξαστεριά και πότε θα την κάνει.

3.   ΛΑΓΟΥΜΙ:

Κάθε τόσο κατέβαινε ο Αρχάγγελος να βάψει τα φτερά του.

Σαν κόψη τσεκουριού που τη βουτάνε στο νερό. Ακούγαμε το γδούπο αυτών που θέριζε απάνω στο βαμβακερό της νύχτας. Όλοι δικοί μας. Δρόμοι καταδότες. Όποιον κι αν έπαιρνες, έβγαζε σε πλατεία ή αδιέξοδο. Οι δρόμοι μας. Με τις μάνικες του λαού στεγνές και ξεραμένο αίμα σφυρίζοντας στον ύπνο.

Η θητεία σαν έμπλαστρο. Γραφείς και τυφεκιοφόροι. Συγκοινωνούντα ηχεία ενός δημοσίου τρόμου.

4.   ΥΠΟ-ΛΟΓΟΣ:

Πάνε χιόνια από τότε.

Έφευγα στη σέλα γνωστών ποιητών. Καίγανε το γαλόνι στα τριάντα, μ’ αφήνανε στο δρόμο.

Μουσικές φράσεις ατέλειωτες, ρεφραίν, φρένα νταλίκας. Η ψυχή μου τρανζίστορ βουβό μια σταλιά, καταπίνοντας μισό μέτρο κεραία.

Η Ελλάδα και πάλι ταινία παλιά που όλο κόβεται, φερμουάρ που δεν κλείνει.

 [ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΕΤΩΝ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013 – στον υπότιτλο αποστροφή από το ποίημα ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΦΛΩΡΙΝΑ 1949:

«Κοιμάσαι χρόνια στο ίδιο σου πλευρό,   πονούν τα κόκαλά μου.

Πουλιά τσιμπούν τον ύπνο σου,   τον παίρνουνε σπυρί - σπυρί

ξυπνάς στα καλαμπόκια.

Πέφτουν χοντρές ψιχάλες,   μπαίνουν στο χώμα σαν ξυλόβιδες,

Δουλεύουνε στα φύλλα τα καμτσίκια.

Περαστικό το σύννεφο   φεύγει, με τα τσιγκέλια του να κουδουνίζουν.

Καημένε Γιώργο, αν άλλαζες πλευρό, να δεις τ’ άλλο μισό του κόσμου»

 

και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

Ο ΥΠΝΟΣ, ΕΥΝΟΙΑ, ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ,

ΒΟΥΒΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ, ΑΠΟΡΙΑ, ΟΔΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ,

ΠΡΩΙΝΟ ΣΕ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΣΟΛΩΝΟΣ, ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ,

ΔΙΡΑΚΕΙΑ και κατακλείδα εννιά ΑΚΑΡΙΑΙΟΙ αφορισμοί:

«Σήμερα – Αύριο το μέλλον ζυγώνοντας κλείνει τα μάτια»

 


Ο ΥΠΝΟΣ (απ’ τον ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ του Μιχάλη Γκανά)

Σε ξένο όνειρο χειρονομείς

σε ξένο σώμα.

Ο ύπνος μαλακό χορτάρι,

χλόη που σου μαδάει τα γόνατα,

τήκεσαι με τον ύπνο

Αλλού τα μέταλλα,

αλλού τα κόκαλά σου

η αιώρα της μνήμης σπασμένη.

Το αίμα σου

πεσμένο κι αναστηλωμένο

και πάντα ημιτελές,

τα χέρια σου καθώς ανηφορίζουνε

για την οπή της μέρας

 

ΕΥΝΟΙΑ

Στο σούρουπο

στα κρύα του Νοέμβρη

τα σπίτια μηρυκάζουν κούτσουρα.

Γροθιές σφιγμένες τα πουλιά

βρεγμένα, κρυωμένα

αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής

 

 

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ

Άδεια κι απόψε

τα ντεπόζιτα του ύπνου,

η αναπνοή γουλιά

γουλιά σαν γιατρικό

και μόνο ο κόκορας

στις δύο της νυκτός

επικρουστήρας.

Αύριο πάλι

θα με πριονίσει η δημοσιά,

σαν δένδρο θα με ρίξει κάτω

 

Μ.Ι.Γ.

Πόρτα γεμάτη ρόζους,

τύψεις της καρυδιάς.

Χαράζεις τ’ αρχικά σου με σουγιά,

πηγαίνεις στο σχολείο αργοπορημένος.

Ας δέρνει ο δάσκαλος,

έχεις στο στόμα σου

γεύση αθανασίας.

 

Πες μου αν βρήκες το σουγιά,

την πόρτα ξέρω την αλλάξανε.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978]

 

ΒΟΥΒΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ (απ’ τον ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ του Μιχάλη Γκανά)

Είναι κάτι να ξέρεις τις δυσκολίες σου,

ν’ αρθρώνεις την ψυχή σου

σαν δύσκολο σταυρόλεξο,

πότε κάθετα πότε οριζόντια,

περνώντας κάθε τόσο

από μεγάλα σκοτεινά τετράγωνα,

σκοντάφτοντας πάνω σε ξεχασμένους φίλους.

Επιφυλακτικοί συνήθως

και κάποτε ανειλικρινείς,

γεμάτοι σημάδια από βουβά χτυπήματα.

Ρωτάς πώς έγινε

άλλος σου λέει

πως γλίστρησε στο μπάνιο,

άλλος σου λέει πως γλίστρησε στο δρόμο,

γέμισε ο τόπος πεπονόφλουδες.

 

ΑΠΟΡΙΑ

Περνάς δίπλα στους άλλους,

μετριέσαι στα κρυφά,

είναι πιο πάνω από το μπόι σου.

Πού κρύβουν

το γονατισμένο σχήμα τους!

Στην τσάντα τη δερμάτινη

ή στην ψυχή την ψάθινη.

 

Γαζώνουν χαμηλά τα πολυβόλα,

ή σκύβεις ή απογειώνεσαι.

 

 

ΟΔΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ

Οδός Ακαδημίας,

οδός των εξουθενωμένων

συνεπιβατών.

Πάμε στον ύπνο μας

με τα –φορεία.

 

Ο πυρετός δεν ανεβαίνει,

μετριέται με πενηνταράκια.

 

ΠΡΩΙΝΟ ΣΕ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΣΟΛΩΝΟΣ

Τα τασάκια

τα πιατάκια

τα φλιτζάνια

αναλήφθηκαν

τα πήρε η άχνα του καφέ.

Σωριάστηκαν με πάταγο

στον ουρανό.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978]

 

 

ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ («εγώ για χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει», Δημοτικό)

1

Δεν έχεις βοηθητικά πνευμόνια, δεν τη βγάζεις. Μπαταριές εξατμίσεων, κρεπ και τσιντουράτο μαλλιά κουβάρια. Ό,τι να γράψεις, περνούν τα λάστιχα το σβήνουν.

Το πολύφημο μάτι σου τυφλό, άδεια πλατεία, εκσπερματώνουν πάνω του οι φωτεινές επιγραφές. Από δω θα ’βγουν οι τερμίτες του μέλλοντος, τα διαφανή μωρά, τα άηχα πλάσματα ή το μεγάλο δάκρυ να τα πνίξει.

2

Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο – απογεύματα. Κλειστά τα εμπορικά.

Πλήθη μονάζουν σε τσίγκινα τραπέζια. Η άμπωτις των σαλονιών, τα κούφια έπιπλα και το λεκανοπέδιο της Κυριακής σπαρμένο άδεια ραδιόφωνα.

Γκολ-Γκολκίπερ-Γκόμενα Goodbye ζωή γκονατισμένη.

3

Συχνά περνούν γυναίκες. Γραφικά ρούχα της Κόνιτσας άδεια πουκάμισα. Άβαφες αρματωμένες με τα ρίγη δώδεκα μασέρ. Περνούν και χάνονται λιωμένες  σπάλες. Οι εκδορείς τροχίζουν τα μαχαίρια τους στα πάμφωτα τζούκμποξ.

4

Ισμήνη, κρατήσου μακριά. Με το δυσεύρετο όνομα και τις οπλές των ματιών σου. Φυλάξου από την άλλη πάντα, το φίδι ανεβαίνει με τελεφερίκ. Άι-Γιώργη μου. Σφυρίζουν δόρατα στον αγέρα, μπήγουν κορμιά στο χώμα. Κορμάκια φίλων. Ισμήνη, ποιος σε διαφημίζει! Η αφίσα σου σ’ όλους τους τοίχους.

Σταύρωσε με στα φρύδια σου φάτσα στον μπρούμυτο ουρανό

5

Απ’ τα όλα μου τα μάτια, μ’ ένα μικρό μυρμήγκι βγαίνω κατακούτελα, με τις κεραίες του μετρώντας τον άπατο ουρανό.

Ούτε πουλί ούτε άστρο πουθενά.

Μουγγό γαλάζιο – φιμωμένα συνθήματα. Χαμηλότερα ταράτσες ανεμίζουν τηλεοπτικά σεντόνια, δέλτα χι συγκινήσεις. Σε βάθος μέγα πλάσματα των φυλών ΚΟΤΛΕ και ΤΖΙΝ ξυστά στις ντάνες των τοίχων. Ανοίγω την ομπρέλα μου και πέφτω.

 

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Ακόμη σώζονται

από ασβεστόλιθο και τρύπιο αγέρα

τα πολυβολεία τους.

 

Ασπρίζουν μες τα δένδρα

σαν τα κόκαλα που βρίσκουν οι βοσκοί

και δεν τα μαρτυράνε.

 

Τα πλένει

τα ξεπλένει το νερό,

το άσπρο δεν τελειώνει.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978]

 

 

ΑΚΑΡΙΑΙΑ δίστιχα τρίστιχα του Μιχάλη Γκανά από τη συλλογή του ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978:

ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ:

Από δω έφυγε

η μισή πατρίδα

για τα ξένα.

 

ΤΟΠΙΟ:

Δίφθογγη στεριά

πέτρα – πουρνάρι

βουκέντρα στο πλευρό της θάλασσας.

 

ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ:

Βγάλαν απ’ τ’ άλογά μας τα μπουζί

πηγαίνουμε κι ερχόμαστε πεζοί.

 

Μας πήραν το κεντρί με νυχοκόπτη

να μην μας ενοχλεί στην πολυθρόνα.

 

ΣΗΜΑΝΣΗ:

Παλάμες πέλματα γδαρμένα.

Βγαίνω κι εγώ στα γόνατα.

 

ΔΙΑΦΟΡΑ:

Τα δένδρα παρκάρουν εύκολα

χωρίς όπισθεν και μανούβρες.

 

ΤΥΦΛΟ:

Σήμερα – αύριο

το μέλλον ζυγώνοντας

κλείνει τα μάτια.

 

ΒΑΡΥΤΗΤΑ:

Βαρύτητα λέμε το χέρι τ’ ουρανού

που επιστρέφει τους αλεξιπτωτιστές

 

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟ ΦΥΤΟ:

Τις νύχτες φαίνονται οι πινέζες

που συγκρατούν το μαύρο ουρανό.

 

ΑΡΣΙΣ ΒΑΡΩΝ:

Σηκώνεις

με τρεις κινήσεις

τη φωνή σου

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ… (αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας – πού πάς γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι;): Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!...(Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε9ς) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ και στην εικόνα άλλοι περί Ποιήσεως στίχοι]

με εικόνα του ΓΚΑΝΑΣ Υπόλογος από εικονομαχίες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ